Φοβάμαι αυτό το δάσος που πυκνώνει γύρω μου
όλο και ξεμακραίνω από το φως
σκαρφαλώνω σε φορτηγά που δεν έχουν δρομολόγια, μόνο φυγή
Φοβάμαι τα χέρια που με ακουμπάνε, απαιτούν κι ύστερα σφυρίζουν αδιάφορα
Δεν θέλω να καπηλεύομαι πια τα κομμάτια μου
Βαρέθηκα να βλέπω ό,τι πιο άγιο χαρίζω φέιγ βολάν στους δρόμους
Σαν φτηνό κομικ
Όχι άλλο ανθρώπους που νομίζουν ότι με ξέρουν και το φωνάζουν παντού περήφανοι
Όχι φίλε
Αν δεν με έχεις δει να κλαίω
Αν δεν με έχεις ακούσει να φωνάζω
Αν δεν σε έχει ακουμπήσει ο πάγος μου
Αν τη σιωπή μου την ερμηνεύεις ως ναι
Αν δεν μπορείς να δεις στα μάτια μου το όχι
Τότε δεν με ξέρεις
Κι αν έχεις την ανάγκη αυτό να το νομίζεις
Ψάξου. Κάτι στραβό έχεις. Πιο στραβό απ' το δικό μου πάντως.
Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Ποιός μας γνωρίζει;
ΑπάντησηΔιαγραφήΈχει τη διάθεση κάποιος να μας μάθει;
Εμείς γνωρίζουμε εμάς;
Κι αυτό το δάσος
ασφυκτικός κλοιός...
πνίγει, μας πνίγει...
Μέρα Καλή, φίλη!!!
καλώς ήρθες φίλε μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό με στενοχωρεί εμένα. Υπάρχουν πράγματα που γνωρίζω για τον εαυτο μου και προσπαθώ να τα δείξω και στους άλλους, σε εκείνους μάλλον που με ενδιαφέρει να τα γνωρίζουν, αλλά συνήθως πραγματικά κανείς δεν έχει τη διάθεση να μας μάθει. Κι έτσι κατέληξα στο συμπέρασμα ότι τελικά δεν έχω κανέναν άλλον να ακουμπάω παρά εμένα. Ναι, και το δάσος μερικές φορές πυκνώνει απελπιστικά. Κι ακόμη περισσότερο γιατί εγώ το πύκνωσα. Καλή σου νύχτα πια! Να ξανάρθεις, μου αρέσει η γραφή σου είναι από καρδιάς.