Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2009

Xριστουγεννιάτικο μπλουζ

Εκεί είναι ακόμη. Ο κόμπος μου. Εκεί είναι, δεν έχει φύγει. Τον βρήκα πάλι χθες, στα ξαφνικά. Κάπου το ήξερα όμως. Κάπου το περίμενα. Απλά λυπάμαι που πάλι δεν θα γίνω πεταλούδα. Κι είναι Χριστούγεννα λέει.

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2009

Kindness

Kρύβομαι σήμερα. Λάκισα. Με μια ελαφριά καρδιά, δε λέτε τίποτα. Μικρό παιδί σε αταξία. Δεν σηκώνω τηλέφωνα, παρά μόνο όσα γουστάρω, έβγαλα βρώμα οτι είμαι άρρωστη, αλλού ότι έχω δουλειά, αλλά δεν ξεκουνιέμαι για κανέναν. Δραπέτευσα, έστω κι από αυτά που εγώ έχω στήσει. Εδώ θα μείνω, ενώπιος ενωπίω να κοιτάζομαι με άπειρη ευχαρίστηση. Ένθεν κι ένθεν γνωριμία. Να τα πούμε ένα χεράκι οι δυο μας, εγώ κι αυτή που με βασανίζει χρόνια τώρα. Γιατί κάνει μαλακίες, για αυτό. Γιατί δεν μπορώ να την κάνω καλά, να σταματήσει να βλέπει φαντάσματα στις γωνίες, ευτυχίες σε σκουριασμένες αυλές, έρωτες μέσα στα σκουπίδια και μια σχεδία - μα αν είναι δυνατόν, μπορεί μια σχεδία στη μέση του πουθενά να πηγαίνει κάπου; Τότε αυτή γιατί με πιλατεύει;
Μου πήρε τον αέρα από νωρίς. Δεν μπορώ να την φυλακίσω σε περίγραμμα. Και όταν την βλέπω μέσα στον καθρέφτη, δεν μου αρέσει καν. Τα μάτια της, το δέρμα της, τα χείλη, όλα θαμπά και φοβισμένα. Έλεγα. Τώρα λέω πικαρισμένα. Αν δεν της αρέσουν όσα βλέπει γύρω της, κάνει το κορόιδο και σουφρώνει τα χειλάκια. Όλο και κάποιος βρίσκεται να δείξει kindness. Και μ' αυτά και μ' αυτά, λοξοδρόμησα κι εγώ μαζί της. Δεν ήξερα πού πήγαινα τόσο καιρό, είχα κάνει προγράμματα στα θεμέλια του τίποτα. Και κρύβομαι. Σήμερα ασύστολα, απολαυστικά. Άλλοτε πνιγμένη στις τύψεις. Λες κι εγώ θα σώσω τον κόσμο. Άσε, αποφάσισα πρώτα να σώσω εμένα τελικά.
Γιατί πρέπει να με πάρω από τα δίχτυα της. Αυτής της κακιασμένης λέω, που μόλις ξυπνήσω το πρωί και ανοίξουν καλά τα μάτια μου, μου υπαγορεύει να αγχώνομαι για να θρέφω το άγχος της, να χαλιέμαι χωρίς λόγο για τα πάντα. Που με κοιτά και ειρωνεύεται "Ποια, εσύ; Α, ναι;". Αυτής της βλαμένης, που νομίζει ακόμη ότι ένας κρίνος και μια λάγνα ματιά θα της φέρουν τον πρίγκηπα. Μα εγώ δεν θέλω τον πρίγκηπα σου λέω, μια αγάπη θέλω, ακούς; Αυτής της σιχαμερής, που φωνάζει πάντα μες το αυτί μου "Δεν μπορείς" και μετά με κοροϊδεύει κι από πάνω που δεν μπόρεσα. Αυτής της σαδίστριας που τόσα χρονια τώρα δεν με άφησε να έχω φωτογραφίες, φίλους, νύχτες σε παραλία, εχθρούς και συντρόφους. Αυτής της άκυρης που πέταξε τα όνειρά μου σε χωματερή και με κατάντησε αυτόματο σε αραχνιασμένες νόρμες.
Αυτή την πουτάνα πρέπει να ξεπατώσω. Τώρα, σήμερα, όχι αύριο, τώρα.
Και λείπει και ο Σούπερμαν γαμώτο απόψε. Τόση ώρα τον φωνάζω, πουθενά